- ξεγέννημα
- τό1) помощь при родах; 2) роды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεγέννημα — το [ξεγεννώ] 1. το αποτέλεσμα τού ξεγεννώ, γέννηση 2. βοήθεια σε ετοιμόγεννη να γεννήσει … Dictionary of Greek
ξεγέννημα — το, ατος γέννηση, τοκετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λόχευσις — λόχευσις, ἡ (Μ) [λοχεύω] ξεγέννημα … Dictionary of Greek
μαίευση — η (Α μαίευσις) [μαιεύω] το έργο τής μαίας ή τού μαιευτήρα, το ξεγέννημα … Dictionary of Greek
μαιεία — μαιεία, ἡ (Α) [μαιεύομαι] το έργο τής μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα … Dictionary of Greek
μάμος — ο ο ειδικός γιατρός που ασχολείται με το ξεγέννημα των γυναικών, ο μαιευτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)